φαντάρος
[fanˈdaros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Soldatαρσενικό | Maskulinum, männlich mφαντάρος γεν στρατιώτηςφαντάρος γεν στρατιώτης
- Infanteristαρσενικό | Maskulinum, männlich mφαντάρος στρατιώτης του πεζικούφαντάρος στρατιώτης του πεζικού
- Rekrutαρσενικό | Maskulinum, männlich mφαντάρος νεοσύλλεκτοςφαντάρος νεοσύλλεκτος