„φανοφόρος“: αρσενικό φανοφόρος [fanoˈforos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Laternenpfahl Laternenpfahlαρσενικό | Maskulinum, männlich m φανοφόρος φανοφόρος