φανέρωμα
[faˈneroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Offenbarungθηλυκό | Femininum, weiblich fφανέρωμαφανέρωμα
examples
- φανέρωμα των δοντιώνZähnefletschenουδέτερο | Neutrum, sächlich n