„φαλάφελ“: ουδέτερο φαλάφελ [faˈlafel]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Falafel Falafelθηλυκό και ουδέτερο | Femininum und Neutrum f/n φαλάφελ γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ φαλάφελ γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ