φακιδιασμένος
[fakjiðiazˈmenos], φακιδιασμένη, φακιδιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sommersprossigφακιδιασμένοςφακιδιασμένος
Thank you for your feedback!