„φακελάκι“: ουδέτερο φακελάκι [fakjeˈlakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kleiner Umschlag kleiner Umschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m φακελάκι φακελάκι examples φακελάκι του τσαγιού Teebeutelαρσενικό | Maskulinum, männlich m φακελάκι του τσαγιού