„φαγώσιμος“ φαγώσιμος [faˈɣosimos], φαγώσιμη, φαγώσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) essbar essbar φαγώσιμος φαγώσιμος