„φίμωτρο“: ουδέτερο φίμωτρο [ˈfimotro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Maulkorb, Knebel Maulkorbαρσενικό | Maskulinum, männlich m φίμωτρο φίμωτρο Knebelαρσενικό | Maskulinum, männlich m φίμωτρο για άτομο φίμωτρο για άτομο