„φέρων“ φέρων [ˈferon], φέρουσα, φέρονεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) tragend tragend φέρων αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ φέρων αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ