„φέγγω“: αμετάβατο ρήμα φέγγω [ˈfeŋgo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) leuchten, strahlen, scheinen leuchten, strahlen φέγγω εκπέμπω φως φέγγω εκπέμπω φως scheinen φέγγω φεγγάρι φέγγω φεγγάρι