„φάρυγγας“: αρσενικό φάρυγγας [ˈfariŋgas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rachen Rachenαρσενικό | Maskulinum, männlich m φάρυγγας ανατομία | Anatomieανατ φάρυγγας ανατομία | Anatomieανατ