φάλαγγα
[ˈfalaŋga]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kolonneθηλυκό | Femininum, weiblich fφάλαγγαφάλαγγα
- Fingerknochenαρσενικό | Maskulinum, männlich mφάλαγγα οστό δαχτύλουφάλαγγα οστό δαχτύλου
examples
- φαλαγγική άρθρωσηθηλυκό | Femininum, weiblich fFingerknöchelαρσενικό | Maskulinum, männlich m