„υψηλότητα“: θηλυκό υψηλότητα [ipsiˈlotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erhabenheit Erhabenheitθηλυκό | Femininum, weiblich f υψηλότητα υψηλότητα