„υψηλόμισθος“ υψηλόμισθος [ipsiˈlomisθos], υψηλόμισθη, υψηλόμισθοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einkommensstark einkommensstark υψηλόμισθος υψηλόμισθος