υστερικός
[isteriˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, υστερική, υστερικόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- hysterischυστερικόςυστερικός
examples
- υστερικό κλάμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nWeinkrampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m
υστερικός
[isteriˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Hysterikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fυστερικόςυστερικός