„υστερεκτομή“: θηλυκό υστερεκτομή [isterektoˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Totaloperation Totaloperationθηλυκό | Femininum, weiblich f υστερεκτομή υστερεκτομή