υπόστεγο
[iˈposteɣo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schutzdachουδέτερο | Neutrum, sächlich nυπόστεγουπόστεγο
examples
- υπόστεγο αεροσκαφώνHangarαρσενικό | Maskulinum, männlich m