„υπόκοσμος“: αρσενικό υπόκοσμος [iˈpokozmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Unterwelt Unterweltθηλυκό | Femininum, weiblich f υπόκοσμος υπόκοσμος