„υποχωρητικός“ υποχωρητικός [ipoxoritiˈkos], υποχωρητική, υποχωρητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nachgiebig nachgiebig υποχωρητικός υποχωρητικός