„υποφέρω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα υποφέρω [ipoˈfero]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-έφερα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ertragen, ausstehen, leiden, erleiden, leiden, leiden ertragen υποφέρω αντέχω υποφέρω αντέχω ausstehen, leiden υποφέρω άνθρωπο υποφέρω άνθρωπο erleiden υποφέρω παθαίνω υποφέρω παθαίνω leiden (από an+δοτική | +Dativ +dat) υποφέρω πάσχω από ασθένεια υποφέρω πάσχω από ασθένεια leiden (από unter+δοτική | +Dativ +dat) υποφέρω πάσχω από κάτι υποφέρω πάσχω από κάτι examples δεν υποφέρεσαι! du bist nicht zu ertragen! δεν υποφέρεσαι! δεν τον υποφέρω! ich kann ihn nicht leiden! δεν τον υποφέρω!