„υπομένω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα υπομένω [ipoˈmeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εινα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ertragen, erdulden ertragen, erdulden υπομένω υπομένω