υποκριτικός
[ipokritiˈkos], υποκριτική, υποκριτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- heuchlerisch, scheinheiligυποκριτικόςυποκριτικός
Thank you for your feedback!