„υποθήκη“: θηλυκό υποθήκη [ipoˈθikji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hypothek Hypothekθηλυκό | Femininum, weiblich f υποθήκη οικονομία | Wirtschaftοικον υποθήκη οικονομία | Wirtschaftοικον