„υποδουλωτής“: αρσενικό υποδουλωτής [ipoðuloˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Unterdrücker Unterdrückerαρσενικό | Maskulinum, männlich m υποδουλωτής υποδουλωτής