υπογεννητικότητα
[ipojenitiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geburtendefizitουδέτερο | Neutrum, sächlich nυπογεννητικότηταGeburtenrückgangαρσενικό | Maskulinum, männlich mυπογεννητικότηταυπογεννητικότητα