„υπογάστριο“: ουδέτερο υπογάστριο [ipoˈɣastrio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Unterleib Unterleibαρσενικό | Maskulinum, männlich m υπογάστριο ανατομία | Anatomieανατ υπογάστριο ανατομία | Anatomieανατ