„υποβάλλομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα υποβάλλομαι [ipoˈvalome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich unterziehen sich unterziehen (σεδοτική | Dativ dat) υποβάλλομαι υποβάλλομαι