„υπνόσακος“: αρσενικό υπνόσακος [ipˈnosakos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlafsack Schlafsackαρσενικό | Maskulinum, männlich m υπνόσακος υπνόσακος