„υπνοδωμάτιο“: ουδέτερο υπνοδωμάτιο [ipnoðoˈmatio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlafzimmer Schlafzimmerουδέτερο | Neutrum, sächlich n υπνοδωμάτιο υπνοδωμάτιο