„υπνοβατώ“: αμετάβατο ρήμα υπνοβατώ [ipnovaˈto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schlafwandeln schlafwandeln υπνοβατώ υπνοβατώ