υπναράς
[ipnaˈras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-άδες> υπναρού [ipnaˈru] <-ούδες>θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Langschläferαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fυπναράςυπναράς