υπεύθυνη
[iˈpefθini]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- υπεύθυνη διδασκαλίας μαθήματοςKursleiterinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- υπεύθυνη καταστήματοςFilialleiterinθηλυκό | Femininum, weiblich fZweigstellenleiteirnθηλυκό | Femininum, weiblich f
- υπεύθυνη καταστημάτωνLagerverwalterinθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples