„υπερωρία“: θηλυκό υπερωρία [iperoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Überstunden Überstundenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl υπερωρία υπερωρία