„υπερωκεάνιο“: ουδέτερο υπερωκεάνιο [iperokjeˈanio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ozeandampfer Ozeandampferαρσενικό | Maskulinum, männlich m υπερωκεάνιο υπερωκεάνιο