„υπερχείλιση“: θηλυκό υπερχείλιση [iperˈçilisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Überschwemmung Überschwemmungθηλυκό | Femininum, weiblich f υπερχείλιση υπερχείλιση