„υπερφορτίζω“: μεταβατικό ρήμα υπερφορτίζω [iperforˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) überbeanspruchen, überbelasten überbeanspruchen, überbelasten υπερφορτίζω υπερφορτίζω