υπερτιμώ
[ipertiˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- erhöhenυπερτιμώ τιμέςυπερτιμώ τιμές
- überschätzenυπερτιμώ εκτιμώ υπερβολικάυπερτιμώ εκτιμώ υπερβολικά