υπερτίμηση
[iperˈtimisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Preiserhöhungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπερτίμηση αύξηση των τιμώνυπερτίμηση αύξηση των τιμών
- Überschätzungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπερτίμηση υπερβολική εκτίμηση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφυπερτίμηση υπερβολική εκτίμηση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ