„υπερσύγχρονος“ υπερσύγχρονος [iperˈsiŋxronos], υπερσύγχρονη, υπερσύγχρονοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hochmodern hochmodern υπερσύγχρονος υπερσύγχρονος