υπερσιβηρικός
[ipersiviriˈkos], υπερσιβηρική, υπερσιβηρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- transsibirischυπερσιβηρικόςυπερσιβηρικός
Thank you for your feedback!