„υπερσίτιση“: θηλυκό υπερσίτιση [iperˈsitisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Überfütterung Überfütterungθηλυκό | Femininum, weiblich f υπερσίτιση υπερσίτιση