„υπερπροσφορά“: θηλυκό υπερπροσφορά [iperprosfoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Überangebot Überangebotουδέτερο | Neutrum, sächlich n υπερπροσφορά υπερπροσφορά