„υπερπαραγωγή“: θηλυκό υπερπαραγωγή [iperparaɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Überproduktion Überproduktionθηλυκό | Femininum, weiblich f υπερπαραγωγή υπερπαραγωγή