υπερκατοικημένος
[iperkatikjiˈmenos], υπερκατοικημένη, υπερκατοικημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- übervölkertυπερκατοικημένοςυπερκατοικημένος
Thank you for your feedback!