„υπερεντείνω“: μεταβατικό ρήμα υπερεντείνω [iperenˈdino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) überbeanspruchen überbeanspruchen υπερεντείνω υπερεντείνω