„υπερδύναμη“: θηλυκό υπερδύναμη [iperˈðinami]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Supermacht Supermachtθηλυκό | Femininum, weiblich f υπερδύναμη υπερδύναμη