υπερατλαντικός
[iperatlandiˈkos], υπερατλαντική, υπερατλαντικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- transatlantischυπερατλαντικόςυπερατλαντικός
Thank you for your feedback!