„υπεραστικό“: ουδέτερο υπεραστικό [iperastiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Überlandbus Überlandbusαρσενικό | Maskulinum, männlich m υπεραστικό υπεραστικό