υπερανεπτυγμένος
[iperaneptiɣˈmenos], υπερανεπτυγμένη, υπερανεπτυγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- hoch entwickeltυπερανεπτυγμένοςυπερανεπτυγμένος
Thank you for your feedback!