υπερανάληψη
[iperaˈnalipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Dispo(sitions)kreditαρσενικό | Maskulinum, männlich mυπερανάληψηÜberziehungskreditαρσενικό | Maskulinum, männlich mυπερανάληψηυπερανάληψη